ἀφιερώσω

ἀφιερώσω
ἀ̱φιερώσω , ἀφιερόω
hallow
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀφιερόω
hallow
aor subj act 1st sg
ἀφιερόω
hallow
fut ind act 1st sg
ἀ̱φιερώσω , ἀφιερόω
hallow
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀφῑερώσω , ἀφιερόω
hallow
aor ind mid 2nd sg
ἀφιερόω
hallow
aor subj act 1st sg
ἀφιερόω
hallow
fut ind act 1st sg
ἀφῑερώσω , ἀφιερόω
hallow
futperf ind act 1st sg
ἀφιερόω
hallow
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἀφιερόω
hallow
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… …   Dictionary of Greek

  • τάζω — έταξα, τάχτηκα, τα(γ)μένος 1. υπόσχομαι να δώσω κάτι: Του έταξανδύο χωράφια για προίκα. 2. υπόσχομαι να αφιερώσω κάτι στο Θεό ή τους αγίους: Έταξε στην Παναγιά μια μεγάλη λαμπάδα για το άρρωστο παιδί της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”